- εισέρχομαι
- (AM εἰσέρχομαι)1. έρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάποιον χώρο («εισέρχομαι στον ναό ή στην πόλη»)2. γίνομαι δεκτός, εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («εισέρχομαι στην ανδρική ηλικία», «εισήλθε στο πανεπιστήμιο»)μσν.- νεοελλ.(για χρόνο) μπαίνωνεοελλ.(το ουδ. τής μτχ. ενεστ. στον πληθ.) τα εισερχόμεναέγγραφα που φθάνουν σε μια υπηρεσία και καταγράφονται στο πρωτόκολλομσν.1. (για διαθήκη) συμπεριλαμβάνομαι2. αρχίζω3. επιτίθεμαι4. πηγαίνω5. προσφεύγω, καταφεύγω6. επέρχομαιαρχ.-μσν.(για συναισθήματα, ψυχικές καταστάσεις κ.λπ.)μπαίνω στην ψυχή κάποιου, καταλαμβάνω κάποιοναρχ.1. (για ομαδικές ενέργειες) παίρνω μέρος2. αναλαμβάνω αξίωμα ή αρχή3. (για χρήματα) έρχομαι («καὶ τὰς εἰσελθούσας εἰς παντοδαπὰ πολλὰ καταδαπανηθείσας»)4. (για χορό ή υποκριτές) εμφανίζομαι στη σκηνή5. (για αθλητές) εμφανίζομαι στον στίβο6. (ως δικανικός όρος)α) (για κατήγορο) παρουσιάζομαι στο δικαστήριοβ) (για διαδίκους με αιτ.) κάνω μήνυσηγ) (για κατηγορούμενο) εμφανίζομαι στο δικαστήριοδ) καταλαμβάνω τη θέση μου ως δικαστής7. συμβουλεύομαι πίνακα8. (για ψυχικά πάθη) καταλαμβάνω («ἰδόντα δὲ τὸν Κροῑσον γέλως εἰσῆλθεν»)9. (για σκέψη) περνώ από το μυαλό.
Dictionary of Greek. 2013.